- Ἑκτορέας
- Ἑκτορέᾱς , Ἕκτωρfem acc plἙκτορέᾱς , Ἕκτωρfem gen sg (attic doric aeolic)Ἑκτορέᾱς , Ἑκτόρεοςfem acc plἙκτορέᾱς , Ἑκτόρεοςfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκτορέας — ο χαλύβδινο εργαλείο με το οποίο κοιλαίνονται αντικείμενα, κυρίως μέταλλα, με τόρνευση … Dictionary of Greek